λογομανώ

λογομανώ
λογομανώ, -έω (Α)
έχω μεγάλη έφεση για μελέτη, πάθος για σπουδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λογομανής < λόγο-* + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”